- περιμάχητος
- -η, -ο / περιμάχητος, -ον, ΝΑ [περιμάχομαι]αυτός για την απόκτηση ή την κατάκτηση τού οποίου μάχονται πολλοί, περιζήτητος (α. «το περιμάχητο αξίωμα» β. «ὕδωρ... καὶ περιμάχητον ἦν τοῑς πολλοῑς», Θουκ.γ. «πανία ἥκιστα περιμάχητον», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.